προσηλυτίζω

προσηλυτίζω
προσηλύτισα, προσηλυτίστηκα, προσηλυτισμένος
1. κάνω κάποιον θρησκευτικό οπαδό μου: Τους προσηλύτισαν στο χριστιανικό δόγμα.
2. κάνω κάποιον να ασπαστεί τις πολιτικές μου ιδέες, παίρνω με το μέρος μου: Προσηλύτισα αρκετούς πριν από τις εκλογές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσηλυτίζω — προσηλυτίζω, προσηλύτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσηλυτίζω — Ν 1. κάνω κάποιον να μεταστραφεί και να ακολουθήσει τη δική μου θρησκεία ή το δικό μου θρησκευτικό δόγμα 2. προσελκύω κάποιον, τον κάνω οπαδό τής δικής μου ιδεολογίας, φιλοσοφίας και πολιτικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσήλυτος. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • εκχριστιανίζω — προσηλυτίζω στον χριστιανισμό άλλων θρησκευμάτων άτομα ή λαούς, προσελκύω στον χριστιανισμό …   Dictionary of Greek

  • μεταδιδάσκω — (Α μεταδιδάσκω) διδάσκω κάποιον άλλα, διαφορετικά από αυτά που έχει διδαχθεί αρχ. 1. κάνω κάποιον να αλλάξει ιδέες με τη διδασκαλία μου, προσηλυτίζω, μεταπείθω 2. παθ. μεταδιδάσκομαι α) μαθαίνω κάτι καινούργιο εγκαταλείποντας αυτό που έμαθα πριν… …   Dictionary of Greek

  • μυώ — (I) μυῶ, άω (Α) 1. συμπιέζω τα χείλη σε ένδειξη αποδοκιμασίας («τί μοι μυᾱτε κἀνανεύετε;», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «μυᾱτε σκαρδαμύττετε». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται άπαξ στον Αριστοφάνη και στη γλώσσα τού Ησυχίου «μυᾱτε σκαρδαμύττετε», όπου… …   Dictionary of Greek

  • νεοπροσήλυτος — νεοπροσήλυτος, ον (Α) αυτός που προσηλυτίστηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + προσήλυτος < προσηλυτίζω] …   Dictionary of Greek

  • περιστρέφω — ΝΜΑ 1. στρέφω κάτι κυκλικά γύρω από έναν άξονα, στρέφω ολόγυρα, στριφογυρίζω 2. μέσ. περιστρέφομαι στρέφομαι γύρω από κάτι («η γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της») νεοελλ. μτφ. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) αναφέρομαι γύρω από ένα θέμα μσν.… …   Dictionary of Greek

  • προσηλυτιστικός — ή, ό, Ν αυτός που αναφέρεται ή αποβλέπει στον προσηλυτισμό (α. «προσηλυτιστική δράση» β. «προσηλυτιστικά βιβλία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσηλυτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Αν. Δ. Κυριακό] …   Dictionary of Greek

  • προσηλύτιση — η, Ν ο προσηλυτισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσηλυτίζω. Η λ., στον λόγιο τ. προσηλύτισις, μαρτυρείται από το 1879 στον Π. Σ. Συνοδινό] …   Dictionary of Greek

  • φραγκεύω — Ν [Φράγκος] 1. (μτβ.) προσηλυτίζω κάποιον στον Ρωμαιοκαθολικισμό 2. (αμτβ.) γίνομαι Ρωμαιοκαθολικός αλλάζοντας δόγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”